συνδιασχηματίζω

συνδιασχηματίζω
ΜΑ
μσν.
(μόνο το μέσ.) συνδιασχηματίζομαι
διαμορφώνομαι για έναν συγκεκριμένο σκοπό ταυτόχρονα με κάτι άλλο
αρχ.
διαμορφώνω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διασχηματίζω, -ομαι «δίνω σχήμα, διαμορφώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”